Μια ιστορία της Γεωργίας Δρακάκη για λογαριασμό της Vivian Fildisi Lingerie
Ch.1: Τα φίνα εσώρουχα όλο δαντέλα
soundtrack ανάγνωσης: Charles Aznavour – La Bohème (Achraf Kallel Remix)
Μάης, Αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, 16:50
Ο έρωτας είναι πάρα πολλά, τόσα πολλά πράγματα. Κυρίως όμως, για μένα, είναι κάτι που κυνηγιέται και κάτι που νοσταλγείς. Πατάει μαλακά με το ένα πόδι στο χθες και με το άλλο στο αύριο. Όταν τον ζεις στο παρόν έχει, δυστυχώς, μικρότερη αξία από αυτή που αποκτά όταν χάνεται ή όταν τον ονειρεύεσαι να έρθει, να ξαναέρθει.
Μετά από ένα εφιαλτικό Πάσχα, μόνη μου, με μερικά μπουκάλια κρασί να’ χουν αδειάσει και να ξεκουράζονται στον πάγκο της παλιά κουζινίτσας, στο κυψελιώτικο διαμέρισμά μου, αποφάσισα να πάω στο Παρίσι για να βρω τον C.
Ο C. ήρθε το περασμένο καλοκαίρι στην ζωή μου σαν μέσα από όνειρο: χωρίς να τον έχω καν ζητήσει από το σύμπαν. Εμφανίστηκε ένα μεσημέρι, σε ένα καφέ στο Μεταξουργείο, ατίθασος, βαθιά μόνος, ενοχλητικά Γάλλος, γνωστός γνωστού, μέχρι που ήρθαν κοντά οι καρέκλες μας. Εμένα οι γνώσεις μου στα γαλλικά μου επέτρεψαν να του μιλήσω μια στιγμή για Αζναβούρ και για Μαρκήσιο ντε Σαντ και για την Επανάσταση. Εκείνος δεν με φίλησε ποτέ με γλώσσα, αλλά όταν μου έφερε, τρεις μέρες μετά, την αγαπημένη μου πάστα σε ένα μικρό, μίζερο κουτάκι ένα ξεκάρφωτο απόγευμα στο σπίτι, τον ερωτεύτηκα. Το κατάλαβα πολύ καλά. Κάθε μέρα που ξημέρωνε ήμουν πιο δυστυχισμένη και πιο ευτυχισμένη από την προηγούμενη. Ήμουν η πάστα στο μίζερο κουτάκι κι έλιωνα μες στο στόμα του, καθώς με τεμάχιζε με κουταλάκι ασημένιο, μικρές μπουκιές, καταδικασμένες να διασχίσουν τα πανέμορφα μπροστινά δόντια του με το καταραμένο χώρισμα ανάμεσά τους.
Μέσα σε αυτό το χώρισμα, ήθελα να αιωρηθώ για μία αιωνιότητα, να μικρύνω τόσο πολύ, να χωρέσω εκεί ακριβώς, αόρατη, παραδομένη.
Αυτά δεν συμβαίνουν ποτέ. Ο C., μετά το τέλος του καλοκαιριού, επέστρεψε στην Γαλλία του, δεν είχα ιδέα πού έμενε, μου είχε πει, αλλά δεν είναι ότι είχα και διεύθυνση. Δεν μιλήσαμε πολύ έκτοτε. Δεν του επέτρεψα ποτέ να μάθει πόσο ερωτευμένη υπήρξα μαζί του και αυτό είναι το πιο ηλίθιο πράγμα που έχω κάνει ποτέ στην ζωή μου. Οι φρικτές μας παραλείψεις είναι που πονάνε περισσότερο. Εκείνες που κάνουμε όταν το παίζουμε μποέμ. Όταν αποφεύγουμε την ίδια μας την καρδιά, νομίζοντας πως το μυαλό και το σώμα αρκούν για να μας κρατήσουν πάνω από την επφάνεια του νερού.
Κι ύστερα, βουλιάζουμε. Συνήθως ολομόναχες.
Γίνομαι, σε λίγους μήνες, 30 χρονών. Έχω ταξιδέψει στον κόσμο, έχω ζήσει πέρα από τα μικρά μπαλκόνια των σπιτιών που νοίκιασα στην δεκαετία της ενήλικης ζωής μου, έχω δουλέψει, έχω κλάψει πολύ και γελάσει, έχω αγαπήσει τον κόσμο γύρω μου: τα φίνα εσώρουχα όλο δαντέλα της γειτόνισσάς μου, πρωινά Κυριακής, να φιλιούνται απερίσπαστα με τον ήλιο της πόλης, τα γατιά που κουλουριάζονται χειμώνα στα ζεστά παρμπρίζ των εκατοντάδων αμαξιών, τις ταινίες στα θερινά σινεμά, τα λακκάκια της κολλητής μου όπως χωρούν όλη μου την εφηβεία εντός τους.
Πριν το Πάσχα, παραιτήθηκα από την δουλειά μου. Το να’ μαι γραμματέας σε ναυτιλιακή, τα τελευταία λίγα χρόνια, δεν μου έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη. Κι εγώ είμαι της ζέστης παιδί. Θέλω να καίγομαι, ειδικά τώρα που λίγο μεγαλώνω, μα όλοι μου λένε πως είμαι ακόμα μικρή. Και όλη αυτή η πλάκα με το τραγούδι στα μπαρ, τελειώνει. Θα το κυνηγήσω το όνειρο, θα γίνω τραγουδίστρια. Γράφω στίχους, παίζω κιθάρα, όταν είμαι ερωτευμένη την παρατάω, όταν πονάω την ξαναπιάνω. Με την κιθάρα μου στο Παρίσι, λοιπόν, στην Place de Fetes, την Κυψέλη του Παρισιού, με τις Αφρικανές και τους Ασιάτες να μαγειρεύουν από τα ισόγεια και να μοσχοβολά ο τόπος ανθρωπίλα.
Θέλω, τόσο απλά, να πάω να βρω τον C., στην ίδια του την πόλη, κινηματογραφικά απρόσκλητη, και να του πω ότι τον ερωτεύτηκα, ότι δεν είμαι κουλ, ότι θα ήθελα να δοκιμάσω να κουρνιάσω για πάντα στον λαιμό του, ότι δεν θα θέλω κανένα άλλο σώμα, ότι θα κάνω όσα έγραφε η Σιμόν ντε Μπωβουάρ στον Σαρτρ*. Ότι λατρεύω τα γαλλικά τυριά, ότι είμαι μια γελοία που θέλει να πίνει κρασί και να λερώνονται σεντόνια από το κρασί εξαιτίας ενός άτσαλου σμιξίματος μπράτσων, ότι όταν γεράσω θα έχω μακριά, άσπρα μαλλιά και πεσμένα στήθη, αλλά θα κρατήσω, μπορώ να κρατήσω, το ίδιο βλέμμα για τα δικά του μάτια και την ίδια, αμετακίνητη επιθυμία να μεταναστεύσω οριστικά ανάμεσα στα δοντάκια του και να κοινωνώ από το σάλιο του φιλιού του μέχρι να πεθάνω.
Η τύχη με ευνοεί, γιατί μπαίνω στο Airbnb να ψάξω σπίτι και καταλήγω να μιλάω εκτός πλατφόρμας με τύπισσα Ελληνογαλλίδα που θέλει να έρθει Αθήνα περίπου τις ίδιες ημερομηνίες. Κανονίσαμε να μείνει η μία στο σπίτι της άλλης, πράγμα που βρίσκω συναρπαστικό. Το κορίτσι το λένε Μαρί και είναι, λέει, ζωγράφος. Είναι 20 ετών και ονειρεύεται χρόνια να έρθει στην Ελλάδα. Ένα μικρό, όμορφο κορίτσι, Μάη στην Αθήνα. Χάρμα.
Το σπίτι της στο Παρίσι είναι φανταστικό. Μοιάζει αρκετά με το δικό μου στην Κυψέλη-μικρό, ερωτικό, φυτά, χαλιά, φως, βιβλία. Θέλω να κάνω σεξ στα πατώματά του με τον C. και απ’ έξω να τσακώνονται στα γαλλικά κι εμείς να συνεχίζουμε ανενόχλητοι και να βραδιάζει και να μπαίνω στο ντους χαμογελαστή, αναστατωμένη και εκείνος να σκαλίζει την κιθάρα μου, να μην έχει ιδέα πώς να παίζει μουσική, να είναι όλος η μόνη μουσική που χρειάζομαι.
Η Μαρί θέλει να έρθει στην πατρίδα του Έρωτα, του Νάρκισσου και της Ψυχής. Κι εγώ στην πατρίδα του C.
Πάνω κάτω, το ίδιο δηλαδή. Μια φορά, ένας γκόμενος μου αφιέρωσε την Λίνα του Άσιμου. Δεν είχε ιδέα τι έλεγε το κομμάτι, όμως καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχουν πολλά τραγούδια με το όνομά μου. Μέρος της μικρής μου προίκας αυτή η αφιέρωση, αυτό το τραγούδι, μαζί με την μικρή μου αποταμίευση που ήδη ροκανίστηκε από το εισιτήριο για Γαλλία, τα τετράδια με τις σημειώσεις και το πρώτο μου μικρόφωνο. Η κιθάρα εξαιρείται. Η κιθάρα είναι το δεύτερο μου σώμα.
Απόψε προσγειώνομαι Παρίσι. Κι αύριο το πρωί νωρίς, η Μαρί φτάνει Αθήνα. Τα νιώθω όλα υπό έλεγχο, να κυλούν όπως τους πρέπει, πλεγμένα αρμονικά κι αθώα. Αναπνέω και με ακούω από μέσα, βαθιά, να υπάρχω.
Κάθε φορά, όμως, που το νιώθω αυτό, συμβαίνει κάτι, μου κόβεται η ανάσα και ανατρέπονται τα πάντα. Κι εγώ τότε ζω περισσότερο από ό, τι ζούσα πριν. Ή πεθαίνω. Αναλόγως.
*«Αγάπη μου .. μου είχες πει κάποτε ότι μ’ αγαπάς επειδή με κάνεις ευτυχισμένη (ίσως να μην το θυμάσαι, λες τόσα πολλά ανόητα πράγματα) λοιπόν αυτή την στιγμή θα πρέπει να μ’ αγαπάς πολύ, γιατί μ’ έκανες ακόμη πιο ευτυχισμένη. Υπερκέρασες ακόμη και το πόσο δυστυχισμένο έκανα τον εαυτό μου εξ’ αιτίας σου. Σ’ ευχαριστώ, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπάει κανείς, σήκωσες ένα βάρος από την καρδιά μου και τώρα αρχίζω πάλι να ταξιδεύω προς το μέρος σου αργά αλλά σταθερά. Η σκέψη να νοικιάσουμε ένα εξοχικό σπίτι μ’ αρέσει πάρα πολύ. Θα είμαι τόσο ευγενική και καλή, θα δεις, θα σφουγγαρίζω το πάτωμα, θα σου μαγειρεύω όλα τα γεύματα, θα γράφω το βιβλίο σου μαζί με το δικό μου, θα σου κάνω έρωτα δέκα φορές κάθε νύχτα κι άλλες τόσες κάθε μέρα, ακόμη κι αν αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αγάπη μου.. είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν έκανες κάποιον τόσο ευτυχισμένο όσο έκανες εμένα. Μπορείς να είσαι περήφανος. Φαίνεσαι πια τόσο κοντά, αν γυρίσω το κεφάλι μου θα σε δω αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου, μισοκοιμισμένο και ζεστό, μου φαίνεται ότι μπορώ όποτε θέλω, να πάω να ξαπλώσω δίπλα σ’ αυτό το ζεστό και δυνατό σώμα. Το λαχταρώ.Αγαπημένε μου, που είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπώ».
(συνεχίζεται)