Μια ιστορία της Γεωργίας Δρακάκη για λογαριασμό της Vivian Fildisi Lingerie
Ch.2: Ξεκούμπωσέ με
soundtrack ανάγνωσης: https://www.youtube.com/watch?
Ιούνιος, Αθήνα, 22:20
Η ζωή στις Άλλες πόλεις, τι μαγική, τι πρωτόγνωρη, τι αιωρούμενη.
Η Λίνα στο Παρίσι και η Μαρί στην Αθήνα. Μια Αθηναία στην Γαλλία, μια Παριζιάνα στην Ελλάδα. Πόσο αδιαφορεί για όλους αυτούς του συμβολισμούς του ανθρώπινου πολιτισμού το σύμπαν, τα δέντρα που διψούν με όλα τα φύλλα τους λουσμένα στον άκαρδο ήλιο, εκείνον που σβήνει κάθε ραγάδα και που ανάβει τα πάθη, ο ουρανός που όσο βαθιά νύχτα και να ζωγραφίζει άλλο τόσο πάντοτε θα ξημερώνει ανακουφιστικά.
Να’ ναι Ιούνιος, να φοράς σανδάλια, να είσαι ένα κορίτσι που το περιμένουν δεκάδες συναντήσεις, εκατοντάδες ιστορίες, να περπατάς σε μεγάλες λεωφόρους της Ευρώπης, σαν μέσα από σελίδα βιβλίου, ξεκούρδιστο στιχάκι της Μάτσης Χατζηλαζάρου.
«Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω το απόγεμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα»
Ναι, ίσως η Λίνα περίμενε στ’ αλήθεια τριάντα χρόνια να νιώσει αυτό το ξεθεμελίωμα του εαυτού της, ριγμένη στα τερτίπια του μποέμ Γάλλου, του λιγομίλητου, του επαληθευτικού όλων των υπέροχων στραβών κι ανάποδων της αντρικής φύσης. Η ίδια άτσαλα να παρελαύνει επάνω στην θηλυκότητά της και γύρω από την παιδικότητά της, να μουσκεύει το εσώρουχό της συνεχώς, να μουσκεύει τα μάτια της ακόμα συχνά. Για χάρη του και εξαιτίας του.
Η Μαρί, δέκα χρόνια μικρότερη, ούτε είκοσι χρονών, ανίδεη από αγγιγμένους έρωτες, από βιωμένες αγάπες και φύγε-έλα-χτύπα πόρτα-φώναζε μόνος-τρέχα να την βρεις-αγκάλιασέ τον-μπες μέσα της-κλείσε μάτια σφιχτά-δάκρυσε πάνω στην κορύφωση-κλάψε πικρότερα μετά που θα φεύγει πάλι. Όμως, στα πρώτα κεφάλαια του ερωτικού της βίου, η Μαρί κατείχε άριστα την σαγήνη, μιας που δεν την αντιμετώπισε ούτε στιγμή ως τέχνη. Η τέχνη της η ζωγραφική. Καμβάς, κάρβουνο, λάδια. Μεγάλοι άντρες να την κοιτούν λοξά στον δρόμο, μικρά, φτερουγιστά χαμόγελα στα χείλη τους, ένας γκόμενος μια φορά στην εξοχή της δάγκωνε πάνω από το σουτιέν τις ρώγες της κι εκείνη ένιωθε να καίγεται ολόκληρη, να βλέπει τις ρώγες της να γίνονται σταφύλια και μες στο στόμα της γλυκό κρασί το σάλιο το καυλωμένο. Άβαφη, ολοφύσικη, μίσχος που έχει θέση σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες πλάι στην θάλασσα και πίσω από ένα παράθυρο.
Και τώρα, Αθήνα. Η Μαρί, με τα ψηλά ζυγωματικά της και τα άτσαλα κουρεμένα μαλλάκια της, βράδυ στο Μεταξουργείο (αχ και να ήξερε ποιες άλλες λέξεις γαλλικές έχουν ηχήσει εδώ, λίγα τετράγωνα παρακάτω, για χάρη της Λίνας) τσουγκρίζει το ποτήρι της με τον Παναγιώτη.
Ο Παναγιώτης είναι ο καλύτερος φίλος της Λίνας, φίλος ζωής-από τους άντρες που εκείνη λάτρευε και θα λάτρευε στον αιώνα τον άπαντα, χωρίς όμως το ενδεχόμενο συνεύρεσης να υφίσταται. Φίλοι με τον τρόπο των αντρών και των γυναικών. Πλατωνικός έρωτας δεδομένος, αλλά ήσυχος, κάτω από τους υπέροχους κανόνες της παρέας, της εξομολόγησης για καψούρες, των ξενυχτιών, των ποδαρόδρομων, των τηλεφώνων 3 η ώρα το πρωί.
Κουβέντες μεταξύ τους σκόρπια γαλλικά, αρκετά αγγλικά, ελάχιστα, ζωογόνα ελληνικά, πάνω από τσίπουρα και λιωμένο πάγο. Προφορά γαλλική η Μαρί, παραφορά αισθησιακή, σα να κολυμπούν μέσα από τα μάγουλα και κάτω από την γλώσσα της πέταλα τριαντάφυλλων και να μην χωρούν οι φθόγγοι σωστά στο στόμα. Ο Παναγιώτης δεν παίρνει τα μάτια του από πάνω της. Ζούσαν οι δυο τους αυτό το μαύλισμα του Ιούνη, με τις ζεστές αθηναϊκές αυλές που αποθηκεύουν όλον τον πρωινό ήλιο και η πιθανότητα να ερωτευτείς μοιάζει χειροπιαστή σαν ιδρώτας κάτω από την μπλούζα. Κάτω από τα ρούχα. Και μέσα, μέσα από αυτά, να φύεται η έλξη κι όλες της οι μελλοντικές δυνατότητες σε τόπο ακαθόριστο: λίγο σώμα, λίγη ψυχή, μέσα κι ο νους, αλλά και κάτι άλλο ακόμα, και κάτι άλλο, ίσως ένα μυστικό τοπίο αχαρτογράφητο, θηριώδες και θεϊκό.
Την ίδια στιγμή, η Λίνα που φρόντισε η νεαρή ένοικος του διαμερίσματός της να ξεναγηθεί δεόντως στην Αθήνα από τον Παναγιώτη, περιφέρεται στην πόλη του σκότους. Πού είναι το Φως, χωρίς τον C. της; Ποιος ψεύτης αποκάλεσε για πρώτη φορά το αχανές, βρωμερό Παρίσι άντρο του ρομαντισμού και τους παρέσυρε όλους μετά να λένε τις ίδιες μούφες; Αυτή η πόλη είναι μια σκέτη γκριζάδα, μια αλητεία χωρίς προορισμό, σώμα αδειανό και λερωμένο.
Τρία ποτήρια κρασί αργότερα, ο λεκές γίνεται γλύκα. Ό, τι κι αν είναι τριγύρω της-μεθυσμένοι, πεταμένα ποδήλατα, ξέχειλοι κάδοι, φωνές δύο που τσακώνονταν-ήταν το Παρίσι. Και το Παρίσι τώρα κάπου κρατά στα χεράκια του εκείνον. Ίσως κοιτάζει τον ουρανό, ίσως αυνανίζεται αργά με ανοιχτά πόδια πάνω στην καρέκλα του γραφείο του, ίσως δαγκώνει την άκρη ενός φρούτου. Ίσως πάλι κάνει κάτι εντελώς αντιερωτικό, μπάνιο τον σκύλο του, κόψιμο κρεμμυδιών, αλλά στο μυαλό μιας ερωτευμένης τίποτα, τίποτα απολύτως, που κάνει Εκείνος δεν μπορεί να είναι αντιερωτικό.
Η Λίνα σβήνει το τσιγάρο. Αποφασίζει ότι πρέπει να κάνει σεξ στο Παρίσι επειγόντως και αυτή τη στιγμή. Όχι με τον C. Έπρεπε να ξεπλύνει αυτή την απωθητική ρομαντζάδα από πάνω της, να σηκώσει κεφάλι σαν femme fatale, να διαχωρίσει για λίγο το σώμα από την ψυχή, όπως ήξερε να κάνει πολύ καλά πριν τον γνωρίσει. Κι ύστερα, να τον βρει έτοιμη, χορτάτη, έμπειρη, υπεράνω. Για ν τον κάνει να την ερωτευτεί ακαριαία. Γκουγκλάρει σε μία στιγμή μέσα το κοντινότερο swingers’ club και κάτι βαθιά της ραγίζει όμορφα.
Τολμηρή; Σιγά. Πόσο πιο ασφαλές για μια καρδιά από ότι το πλήθος των σωμάτων τριγύρω της, να μην επιτρέπουν τα Πολλά να μπει το Ένα μέσα, να γίνει το δέρμα αίμα και να ποτίσει βαθιά; Πολλά πόδια, πολλά χέρια, καμία ένωση των δύο σε ένα, απλώς χορός, απλώς καημός ανείπωτος που εκδηλώνεται σαν ιαχή, σαν σπέρμα, σαν αποφυγή, σαν πιώμα.
Η Λίνα αρεσκόταν να χάνεται μέσα σε πολλά σώματα. Να ξεχνά, με βοηθό της την γλώσσα και τα δάχτυλά της. Να της τραβούν τα μακριά μαλλιά της, να της σφίγγουν τα μπούτια, να της δαγκώνουν τον ψηλό λαιμό.
Το δευτερόλεπτο της απόφασής της, ο Παναγιώτης σκύβει να φιλήσει την Μαρί. Η Μαρί χάνει τον ρυθμό της αναπνοής της. Η Λίνα αλλάζει ρούχα στο διαμέρισμα της Μαρί στο Παρίσι. Φορά ένα σετ εσώρουχα στο χρώμα της σαμπάνιας-όχι μαύρα, όλες μαύρα φοράνε σε κάτι τέτοιες περιστάσεις. Η γλώσσα της Μαρί αγκαλιάζει την γλώσσα του Παναγιώτη. Οι γόβες της Λίνας ακουμπούν αποφασισμένες στο δερμάτινο χαλάκι του ταξί. Η Μαρί δεν ανοίγει τα μάτια της, ο Παναγιώτης κλέβει ένα βλέμμα, ενώ το φιλί τους το πρώτο συνεχίζει ακόμα μες στο χρόνο, σαν βλαστός που έπιασε και πέταξε λουλούδι ξαφνικό και ξαφνιασμένο.
Σε μια ώρα από τώρα, η Λίνα θα χάνεται μέσα στα ξένα σώματα που τόσο την ανακουφίζουν, θα σκέφτεται εκείνον, τη νέα τους αρχή, θα νομίζει πως είναι η τελευταία παρτούζα, η τελευταία ξεφτίλα, η τελευταία έκτη βότκα της ζωής της στην σειρά.
Σε μια ώρα από τώρα, η Μαρί θα ξαπλώσει με ένα χαμόγελο φεγγάρι γεμισμένο στο στρώμα της Λίνας και θα ακούσει την καρδιά της να χτυπάει, απελευθερωμένη από το μπουστάκι και το πουκάμισο, γυμνή. Μήπως ο έρωτας είναι Έλληνας, τελικά; Μήπως ο έρωτας είναι Παναγιώτης που του έδωσε το Instagram της και ήδη της έστειλε ένα τραγούδι;
«Ξεκούμπωσέ με», λέει η Λίνα στα ελληνικά, λαχανιασμένη, σε έναν άντρα με καταπληκτική στύση που δεν πρόκειται να ξαναδεί ποτέ. Ο άντρας δεν καταλαβαίνει τίποτα, αλλά το σώμα του είναι σοφότερο από το μυαλό του.
Το στήθος της Λίνας είναι γυμνό σε δευτερόλεπτα. Και η τροχιά του συναντά εκείνη της Μαρί-κοιτάζουν οι τέσσερις θηλές τους τον ίδιο ουρανό που σε λίγο ξημερώνει, που πάντα ξημερώνει.
Κι όσο κοιμάται γαλήνια η Μαρί, τόσο η Λίνα σφαδάζει από την ηδονή, ολόκληρη ένα σώμα αγριεμένο, σε έξαψη, βαθιά βουτηγμένο στο ένστικτο. Πάνω κάτω. Δεξιά αριστερά. Τα χέρια της μακριά του, τα χείλη της ξερά, ολάνοιχτα σε φωνές και αναστεναγμούς. Πανέμορφο, άκρως αναγκαίο Ξόδεμα.
Κι άμα ξημερώσει, τι;