Ch.3: Θ-έρως
soundtrack ανάγνωσης: https://www.youtube.com/watch?
Αύγουστος, Λιμάνι Πειραιά, 08:20
Το νησί με τον απάτητο δρόμο που μυρίζει σκόνη, ασπάλαθο και μαγεμένο σύκο περιμένει κάθε χρόνο καινούργια χνάρια. Σερί μετά από ξενύχτι τρία κεφάλια με γυαλιά ηλίου και στόματα αμίλητα περιμένουν το καράβι.
Και δεν τους νοιάζει πού θα κατέβουν. Η ιστορία θα το σβήσει, ούτως ή άλλως, κάποια στιγμή αυτό. Τι Άνδρο, τι Σύρο, τι Τήνο. Άλλα θα κρατηθούνε.
Ξερό τοπίο στο μάτι να’ χει, ένα δροσάτο λευκό σεντόνι και γιατρειά περίσσια στα κύματα να ξεπλύνει τον Κακό Χειμώνα, να φέρει ίσως έναν αστερία παλλόμενο, ματωμένο στην παλάμη να συμβολίσει κάποια νέα αρχή.
Η Μαρί και ο Παναγιώτης κρατιούνται από το χέρι, πονάει η εικόνα του Σεπτέμβρη στο βάθος, η Μαρί πρέπει να επιστρέψει στην Γαλλία και τι θα απογίνει η ιστορία του; Η Λίνα γιορτάζει συγκρατημένα την χαρά του κολλητού της. Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι από τους θορύβους του έρωτά τους. Και χαμογελούσε.
Μαραμένη γύρισε από το Παρίσι και μαραμένο Ιούλιο έζησε αστικό, μεταξύ θερινού σινεμού και μπαρ στο κέντρο. Κανένας C., καμία νίκη, κανένα ξανασμίξιμο. Μια έξαλλη, παριζιάνικη νύχτα με την καρδιά στο pause και το σώμα πίσω μπρος, rewind και fast forward, μέχρι να νυστάξει βαθιά, με μια νύστα καταλυτική, από αυτές που δεν σβήνουν ούτε μετά από μέρες και φέρουν ακόμα επάνω τους όλες τις ξένες μυρωδιές.
Το δώρο της επιστροφής της ήταν τα γεράνια που έφερε η Γαλλίδα στο σπίτι της στην Αθήνα που της θύμισαν φευγαλέα την γιαγιά της και την ημέρεψαν. Το διαμέρισμα μύριζε αλλόκοτα-βανίλια, ακρυλικό χρώμα και γλυκό ιδρώτα. Ένας μικρός κόκκινος λεκές στο μωσαϊκό της κουζίνας ήταν το αληθινό καλωσόρισμα της Λίνας. Όχι αίμα. Χρώμα, από κάποιον πίνακα της Μαρί που έπαιρνε σάρκα και οστά για να εκτεθεί κάποτε σε μάτια αδηφάγα που θα κρίνουν χωρίς να ξέρουν ότι δημιουργήθηκε χιλιοστό το χιλιοστό από χέρι που το οδηγούσε στήθος φουσκωμένο, λαιμός γεμάτος φιλιά, μυαλό παραλυμένο από πόθο.
Ο Παναγιώτης δεν έλειψε πολλές ώρες από το σπίτι εκείνο. Τα παιδιά μες στο καλοκαίρι είχαν πλαστεί ζευγάρι αχώριστο. Της τα είπαν όλα με κρασί, ανάμεσα στις ματιές τους η Λίνα συνάντησε όλα εκείνα τα βλέμματα που θα ήθελε να είχε ανταλλάξει με τον C., όσο περνούσαν οι μέρες μακριά του επερχόταν μια λύτρωση όχι λόγω λήθης, αλλά λόγω καταβύθισης. Ένα ζωντανό σώμα που κάποτε σπαρταρούσε και άλλαζε σχήματα δίπλα της, μέσα της, πάνω της, τώρα πιο πικρό κι από ανάμνηση, σαν ανύπαρκτο.
Κι ο έρωτας θρέφεται από την απουσία σαν σελήνη που αλυχτάει και την χορταίνει η νύχτα. Της έλειπε αφόρητα, όλοι οι δρόμοι ήταν κλειστοί πια. Αυτός ο πόνος την λίγωνε από μέσα, μέσα στο κεφάλι της έπαιζε στο repeat ο Λαπαθιώτης δια στόματος Ελευθερίας: «γυρεύω πάντα το φιλί/στερνό φιλί, πρώτο φιλί».
Η μικρή παρέα κανόνισε σχεδόν αυθόρμητα μια απόδραση λίγων ημερών στις Κυκλάδες και να τώρα, έτοιμη να το ζήσει.
Ζευγάρια περίμεναν γελαστά το πλοίο, μικρά, αθώα παιδιά σκαρφίζονταν τρόπους να ξεφύγουν από τα χέρια των γονιών να βρουν τον κόσμο μια ώρα αρχύτερα, ηλικιωμένοι στέκονταν ακίνητοι στις παχιές τους φτέρνες μην έχοντας να περιμένουν πολλά, γνωρίζοντας σχεδόν τα πάντα και μάλλον, ευτυχώς, τίποτα.
Η Μαρί στα μάτια του Παναγιώτη. Ο Παναγιώτης στην παλάμη της Μαρί. Η Λίνα σκέτη, βλέμμα θολό, απουσία έκφρασης στο πρόσωπο.
Στο κατάστρωμα του πλοίου και λίγο πριν λύσει από το λιμάνι του Πειραιά, η Λίνα άρχισε να κλαίει ανεξέλεγκτα, όπως ποτέ πιο πριν. Τα μάτια της έτρεχαν ατελείωτα, έβλεπε τα νερά να βρέχουν το κάγκελο, τα γυαλιά ηλίου της είχαν λερωθεί. Μες στο πλοίο, στο σαλόνι, η Μαρί ήδη έγερνε στα γόνατα του Παναγιώτη. Εκείνος με μισή καρδιά βούλιαζε κι άλλο ακόμα στον έρωτα της Γαλλίδας, χαϊδεύοντάς την στον αυχένα, τη νέα του Πατρίδα Ένα κομμάτι του, όμως, ήθελε να πάρει την φίλη του τη Λίνα από τους ώμους, να την τραντάξει, να της πει να βγάλει τον Γάλλο από το μυαλό της.
Εκείνη έχασε τον Γάλλο της, αυτός βρήκε την Γαλλίδα του, αλλά η Λίνα ήταν γυναίκα κάρβουνο, καταδικασμένη να πυρώνει το σύμπαν όπου το πατούσε κι όπως το προτιμούσε, και δεν το΄ξερε. Το πρόσωπό της είχε αλλάξει από αυτήν την μικρή δυστυχία που την είχε βρει, η ερωτική απογοήτευση ήταν εμφανής από την ρίζα των μαλλιών μέχρι τις άκρες των δαχτύλων στα πόδια της. Τόσα χρόνια φίλοι, ο Παναγιώτης το έβλεπε καθαρά. Η Μαρί την είχε σχεδιάσει με ένα χοντρό μολύβι σαν την πιο θλιμμένη γυναίκα που είχε γεννήσει ποτέ αυτός ο κόσμος. Πάνω στην ζωγραφιά χύθηκε καταλάθος μισό ποτήρι κρασί, αλλά η Λίνα την άφησε να στεγνώσει, γιατί της άρεσε πολύ, όσο και να την πλήγωνε η ζωγραφισμένη της μορφή.
Το καράβι αργούσε να ξεκινήσει. Τι θα γινόταν στο νησί, άλλο από παρανάλωμα ποδιών σε βότσαλα και μεθυσμένων ηλιοβασιλεμάτων; Η Μαρί κι ο Παναγιώτης θα έκανα έρωτα ατελείωτα, βράδυ πρωί. Μαγιώ, πετσέτες και υπέροχα, μικρά εσώρουχα θα βρίσκονταν απλωμένα σε μόνιμη υγρασία στα μπαλκονάκια τα διπλανά. Η Λίνα θα έλιωνε στο κρεβάτι, δεν ήθελε άλλο σώμα τώρα, αυτός ο τρόπος της έμοιαζε άκρως εξαντλημένος ως προοπτική, ριγμένος μίζερα σε μια σκοτεινή γωνιά της ύπαρξής της. Μέσα από τα δάκρυα χτιζόταν η φιγούρα του C., αν μη τι άλλο, του έρωτα της ζωής της. Κι επειδή η κιθάρα της πονούσε μαζί της, ανέγγιχτη κι αυτή, πήγαινε έλα, Παρίσι-Πειραιά, η Λίνα σχεδίαζε μυστικά νέες μελωδίες πένθιμες, όλες soundtrack της απουσίας του και έχτιζε τις γωνίες του προσώπου του πάνω στις αόρατες νότες. Λα για το σαγόνι του, φα ντο ρε για τα μάτια και την ανηφόρα της μύτης, όλος ο υπόλοιπος βαθύ, σμαραγδένιο μινόρε.
Γέλασε ξαφνικά και δυνάμωσε ο χτύπος της καρδιάς της. Η δίψα του ανεκπλήρωτου, ό, τι πιο ερωτικό. Ό, τι πιο αισθησιακό. Ό, τι πιο αυγουστιάτικο, ίδιο φεγγάρι καταδικασμένο να ομορφαίνει με την μελαγχολία του τις νύχτες των ευτυχισμένων και των δυστυχισμένων ανθρώπων, με μια απαράμιλλη δικαιοσύνη, ανήμπορο πάντως να επέμβει οπουδήποτε. Τώρα, η μέρα βάθαινε, κόντευε εννιά, το καράβι καθυστερούσε να ξεκινήσει, σα να περίμενε κάποιον τελευταίο επιβάτη, έναν αναμαλλιασμένο Γάλλο ίσως, που θα μπορούσε σαν τρελός να τρέξει στο κατάστρωμα και να αρπάξει την Λίνα, να της βγάλει τα ρούχα μπροστά σε όλον τον κόσμο, να σχίσει με τρεις κινήσεις τα εσώρουχά της ή να τα παραμερίσει βίαια και να μπει μέσα της και να μην βγει μέχρι να φθάσουν στο νησί. Κοιτώντας την βαθιά στα μάτια, στεγνώνοντας τα δάκρυα ή γεννώντας της κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα.
Δυο απαλά χέρια ακούμπησαν στους ώμους της Λίνας. Είχε αποκοιμηθεί σε μια θέση στο κατάστρωμα, ντάλα ήλιος, το κεφάλι της γερμένο πάνω στο σιδερένιο τραπέζι το γεμάτο στάχτη και στάμπες καφέ. Ήταν η Μαρί. «Ξύπνα, πάμε να δούμε θάλασσα μαζί», σπαστά γαλλικά και πρόσωπο ολόφωτο. Η Λίνα τής χαμογέλασε.
Μια καρτ ποστάλ από εκείνες που δεν φτιάχνονται και δεν πωλούνται ποτέ είχε να μιλάει για δυο γυναίκες αγκαλιασμένες να βλέπουν τα κύματα να σπρώχνουν το καράβι στον προορισμό του. Η Μαρί φίλησε απαλά την Λίνα στο στόμα, με τα χείλη της σχηματισμένα στην παγκόσμια, οριστική γλώσσα της ανθρωπότητας.. Υπάρχουν και αυτά τα φιλιά, που μαζεύουν δάκρυα, που δεν καυλώνουν, μόνο ζεσταίνουν ή δροσίζουν. Κάτι άνθισε μες στο στήθος της Λίνας, η Γαλλία δεν την απόδιωχνε ακόμα, κάποιο νήμα κρατούσε ακόμα κόντρα στον καιρό δίχως να κόβεται.
Κι όταν στην καρτ ποστάλ προστέθηκε κι η φιγούρα του Παναγιώτη που αγκάλιασε στοργικά τις δύο γυναίκες, τότε η θάλασσα μέρωσε κι εκείνος ο αέρας που φυσούσε ατελείωτα, κάπως κόπασε. Όλα αυτά δεν σήμαιναν τίποτα, φυσικά. Όμως υπενθύμισαν σε ολόκληρη την πλάση ότι οι άνθρωποι είναι προορισμένοι για δυο υποστάσεις: λεπίδες και βαμβάκια.
Και τα νησιά πάντα θα τους περιμένουν τους βαμβακερούς και τους αιχμηρούς ανθρώπους, καλοκαίρια και χειμώνες. Όχι χωρίς εκπλήξεις, όχι χωρίς μπουκαμβίλιες φυτρωμένες πάνω στους πιο απόκρημνους γκρεμούς, όχι χωρίς μια παγωμένη σταγόνα ωκεανού ίσια στο μέτωπο να συνεπάρει τα πάντα. Όταν το πλοίο έδεσε, ώρες μετά, η Λίνα κατάλαβε ότι το νησί δεν έμοιαζε σε τίποτα με την όψη του των παλιών καλοκαιριών.
Μύριζε ολόκληρο από Εκείνον. Κι η Λίνα ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να το πιστέψει. Άναψε τσιγάρο πριν πατήσει το πόδι της στο μικρό λιμάνι. Ταχυπαλμώντας.
Αφήστε μια απάντηση